- παρολί
- το και πάρολη, ηόρος τών τυχερών παιχνιδιών που σημαίνει ότι ο παίκτης που κερδίζει δεν αποσύρει τα κέρδη του, αλλά συνεχίζει το παιχνίδι ποντάροντας και πάλι τα κέρδη του μαζί με το αρχικό ποσό που είχε καταθέσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paroli, πληθ. τού parolo < paro «ίσος» < λατ. par, paris «ίσος»].
Dictionary of Greek. 2013.